τάγου

τάγου
τά̱γου , τάγης
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ταγοῦ — τᾱγοῦ , ταγέω to be ruler pres imperat mp 2nd sg (attic) τᾱγοῦ , ταγέω to be ruler imperf ind mp 2nd sg (attic) τᾱγοῦ , ταγός commander masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λισαβόνα — (Lisboa). Πόλη (556.797 κάτ. το 2000) και πρωτεύουσα της Πορτογαλίας, καθώς και του ομώνυμου νομού (2.761 τ. χλμ., 1.878.006 κάτ. το 2000). Βρίσκεται στη δεξιά όχθη του ποταμόκολπου του Τάγου, εκεί όπου στενεύει, αφού έχει σχηματίσει μια μεγάλη… …   Dictionary of Greek

  • Εστρεμαδούρα — (Extremadura). Διοικητική περιφέρεια (41.634 τ. χλμ., 1.058.503 κάτ. το 2001) της δυτικής Ισπανίας, που περιλαμβάνει τις επαρχίες Μπανταχόθ (21.766 τ. χλμ., 654.882 κάτ. το 2001) και Κάθερες (19.868 τ. χλμ., 403.621 κάτ. το 2001), με πρωτεύουσα… …   Dictionary of Greek

  • Λάρισα — I Πόλη (124.394 κάτ.) της Θεσσαλίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού (βλ. λ. Λαρίσης, νομός) και του ομώνυμου δήμου (βλ. λ. Λάρισας, δήμος). Βρίσκεται στο κεντροανατολικό τμήμα της θεσσαλικής πεδιάδας, εκτεινόμενη στις δύο όχθες του Πηνειού. Είναι… …   Dictionary of Greek

  • ευθυπλοΐα — η (Α εὐθύπλοια) [ευθύπλους] ο κατ ευθείαν πλους, η πλεύση σε ευθεία γραμμή («αἱ τοῡ Τάγου ἐκβολαὶ πλησίον, ἐφ᾿ ἅς εὐθυπλοίᾳ... στάδιοι δ εἰσὶ δέκα», Στράβ.) …   Dictionary of Greek

  • κάστρο — Μεσαιωνικό φρούριο· τείχος που περιβάλλει πόλη. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό castellum, υποκοριστικό του castrum και υποδηλώνει, στη ρωμαϊκή ονοματολογία, ένα οχυρό σχετικά περιορισμένων διαστάσεων. Οι δύο αυτοί όροι, ωστόσο, δεν… …   Dictionary of Greek

  • ταγεία — ἡ, Α [ταγεύω] το αξίωμα και το λειτούργημα τού ταγού …   Dictionary of Greek

  • ταγεύω — Α [ταγός] 1. (στη Θεσσαλία) είμαι ταγός*, ασκώ δημόσιο αξίωμα («ἐπεί γε μὴν ἐτάγευσε, διέταξεν ἱππικὸν ὅσον ἑκάστη πόλις δυνατὴ ἢν παρέχειν», Ξεν.) 2. είμαι αρχηγός φρατρίας 3. μέσ. ταγεύομαι διατάζω στρατιώτες να λάβουν θέσεις («ἀρίστους ἄνδρας… …   Dictionary of Greek

  • Αλκάνταρα — (Alcantara). Ονομασία δύο πόλεων και ενός ποταμού. 1. Λιμάνι της Βραζιλίας κοντά στην είσοδο του κόλπου Σαν Μάρκος. 2. Κωμόπολη (2.213 κάτ.) της Ισπανίας, χτισμένη στις όχθες του ποταμού Τάγου, σε απόσταση 11 χλμ. από τα σύνορα με την Πορτογαλία …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”